ηλιοφώτιστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φώτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωτίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>φώτιστος</i>, <i>ολο</i>-<i>φώτιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φώτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωτίζω]]), [[πρβλ]]. <i>νεο</i>-<i>φώτιστος</i>, <i>ολο</i>-<i>φώτιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
}}
}}

Revision as of 09:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο-φώτιστος, ολο-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].