καταίτυξ: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
(19) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)
περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται παρετυμολογία. Εικάζεται σημιτική προέλευση της λ.].