καταληψία: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> παροδική [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας με [[διατήρηση]] της στάσης που έχει το [[σώμα]] ή ένα [[μέλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>catalepsy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cata</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lepsy</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>ληψία</i> <span style="color: red;"><</span> -[[λήπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σίμωνα Αποστολίδη].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> παροδική [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας με [[διατήρηση]] της στάσης που έχει το [[σώμα]] ή ένα [[μέλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>catalepsy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cata</i>- ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>lepsy</i> ([[πρβλ]]. -<i>ληψία</i> <span style="color: red;"><</span> -[[λήπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σίμωνα Αποστολίδη].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. παροδική απώλεια της εκούσιας κινητικότητας με διατήρηση της στάσης που έχει το σώμα ή ένα μέλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catalepsy < cata- (πρβλ. κατα-) + -lepsy (πρβλ. -ληψία < -λήπτης < λαμβάνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σίμωνα Αποστολίδη].