κατακέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[κατακέφαλος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατακεφαλιά]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει γείρει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-[[κέφαλος]], <i>προ</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=ο (Μ [[κατακέφαλος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατακεφαλιά]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει γείρει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. <i>εγ</i>-[[κέφαλος]], <i>προ</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος, προ-κέφαλος.