κατακέφαλος

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476

Greek Monolingual

ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγκέφαλος, προκέφαλος.