κατακέφαλος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγκέφαλος, προκέφαλος.