κιχόριο: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, | |mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>πόδ</i>-<i>ιον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ή κιχώριο
το (Α κιχόριον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) αντίδι ή ραδίκι ή πικραλίδα ή πικρομάρουλο ή πικροράδικο, β) αντίδι, γ) σταμνάγκαθο ή θαλασσοράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίχορα + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγ-ιον, πόδ-ιον].