κέκραξ: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέκραξ]], -αγος, ὁ (Α)<br />[[άλλος]] τ. του [[κεκράκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κέκραγ</i>- του [[κράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγ</i>-<i>α</i>)].
|mltxt=[[κέκραξ]], -αγος, ὁ (Α)<br />[[άλλος]] τ. του [[κεκράκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κέκραγ</i>- του [[κράζω]] ([[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγ</i>-<i>α</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:12, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1413] αγος, ὁ, = κεκράκτης, Drac. p. 51, 12; vgl. Lob. Paralip. 96.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραξ: ὁ, = κεκράκτης, παρὰ Δράκων. 51. 12.

Greek Monolingual

κέκραξ, -αγος, ὁ (Α)
άλλος τ. του κεκράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγ-α)].