κατοίκηση: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
(20)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατοίκησις]]) [[κατοικώ]]<br />το να κατοικεί [[κανείς]] σε έναν [[τόπο]], η [[διαμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῑς μνήμασι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> η κατοικούμενη [[περιοχή]] ενός τόπου.
|mltxt=η (AM [[κατοίκησις]]) [[κατοικώ]]<br />το να κατοικεί [[κανείς]] σε έναν [[τόπο]], η [[διαμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> η κατοικούμενη [[περιοχή]] ενός τόπου.
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

η (AM κατοίκησις) κατοικώ
το να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονή
αρχ.
1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι», ΚΔ)
2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου.