εὐρύσορος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύσορος]], -ον (Α)<br />(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία [[θήκη]], ευρύ τύμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σορός]].
|mltxt=[[εὐρύσορος]], -ον (Α)<br />(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία [[θήκη]], ευρύ τύμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σορός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύσορος:''' -ον, αυτός που έχει μεγάλο [[νεκροκρέβατο]] ή τάφο, ευρύχωρο [[μνήμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.