κραταίπιλος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(21)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»].
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταίπῑλος:''' с обильными волосами, густоволосый Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπῑλος Medium diacritics: κραταίπιλος Low diacritics: κραταίπιλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΙΛΟΣ
Transliteration A: krataípilos Transliteration B: krataipilos Transliteration C: krataipilos Beta Code: kratai/pilos

English (LSJ)

ον,

   A with strong πῖλος, A.Fr.430.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.

Greek Monolingual

κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.