κραταίπιλος: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(21) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»]. | |mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰταίπῑλος:''' с обильными волосами, густоволосый Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with strong πῖλος, A.Fr.430.
Greek (Liddell-Scott)
κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.
Greek Monolingual
κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.