κοντόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει [[μακριά]], μύωπας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα [[κάτι]] ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια [[κατάσταση]], ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> (<span style="color: red;"><</span> [[οφθαλμός]]), | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει [[μακριά]], μύωπας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα [[κάτι]] ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια [[κατάσταση]], ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> (<span style="color: red;"><</span> [[οφθαλμός]]), [[πρβλ]]. <i>λοξ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>μεγαλ</i>-<i>όφθαλμος</i>]. | ||
}} | }} |