ἡμίλευκος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίλευκος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[σχεδόν]] [[λευκός]], [[υπόλευκος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίλευκος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[σχεδόν]] [[λευκός]], [[υπόλευκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμίλευκος:''' -ον, [[λευκός]] κατά το ήμισυ, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-white, Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.
Greek Monotonic
ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.