λαλούμενα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (Μ [[λαλούμενα]]) [[λαλώ]]<br />μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή [[ορχήστρα]] μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαλούμενα]] (ενν. <i>όργανα</i>), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. [[λαλώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λαλουμένη]])].
|mltxt=τα (Μ [[λαλούμενα]]) [[λαλώ]]<br />μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή [[ορχήστρα]] μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαλούμενα]] (ενν. <i>όργανα</i>), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. [[λαλώ]] ([[πρβλ]]. και [[λαλουμένη]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα (Μ λαλούμενα) λαλώ
μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)].