ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
τα (Μ λαλούμενα) λαλώ
μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)].