λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
τα (Μ λαλούμενα) λαλώ
μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)].