κώκυμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κώκυμα]], -ύματος, τὸ (Α) [[κωκύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κωκύματα</i><br />[[θρήνος]], σπαραχτική [[κραυγή]] («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[κώκυμα]], -ύματος, τὸ (Α) [[κωκύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κωκύματα</i><br />[[θρήνος]], σπαραχτική [[κραυγή]] («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κώκῡμα:''' -ατος, τό, [[θρήνος]], [[κραυγή]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A shriek, wail, in pl., λιγέα κ. A.Pers.332; ὀξέα S. Aj.321; ὔρθια Id.Ant.1206.
German (Pape)
[Seite 1541] τό, das Geheulte, das Heulen Klagen; λιγέα κωκύματα Aesch. Pers. 324, vgl. 419; φωνῆς ὀρθίων κωκυμάτων κλύει τις Soph. Ant. 1191; Ai. 314; Eur. Or. 1298.
Greek (Liddell-Scott)
κώκῡμα: τό, κραυγή, θρῆνος, ἐν τῷ πληθ., λιγέα κωκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 332· ὀξέα Σοφ. Αἴ. 321· ὄρθια ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1206.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lamentation.
Étymologie: κωκύω.
Greek Monolingual
κώκυμα, -ύματος, τὸ (Α) κωκύω
συν. στον πληθ. τὰ κωκύματα
θρήνος, σπαραχτική κραυγή («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», Αισχύλ.).