επάξιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπάξιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> ο πραγματικά [[άξιος]], ο [[αντάξιος]], ο [[ισάξιος]] («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που [[πρέπει]] («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαξίως</i> και <i>επάξια</i><br />με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῑσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι [[νόμιμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει τον κόπο.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπάξιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> ο πραγματικά [[άξιος]], ο [[αντάξιος]], ο [[ισάξιος]] («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που [[πρέπει]] («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαξίως</i> και <i>επάξια</i><br />με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι [[νόμιμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει τον κόπο.
}}
}}

Revision as of 22:10, 24 May 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπάξιος, -ία, -ον)
1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.)
3. επίρρ. επαξίως και επάξια
με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα», Ηρόδ.)
2. αυτός που αξίζει τον κόπο.