αντάξιος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αντάξιος, -α, -ον)
ο ισάξιος, ο ίσος ως προς την αξία με κάποιον άλλο.