ἐπάξιος
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
A a, ον, worthy, deserving of... πάντων Pi.N.7.89; τῆς δίκης ἐπάξια A.Eu.272 (lyr.), cf. Ch.95; θαυμάτων ἐπάξια E.Ba.716; σπουδῆς οὐ.. πολλῆς τινος ἐ. Pl. Sph.218e: c. inf., ἐ. [εἶ] κατοικτίσαι deserving of pity, S.OC461: abs., ἐ. φύσει καὶ τροφῇ worthy, qualified by birth and breeding, Pl. Lg.961b.
2 deserved, στεφάνωμα Pi.I.4(3).44; worthy, meet, ἄλγος A.Th.865 (lyr.); γάμοι S.El.971, etc.; κυρεῖν τῶν ἐπαξίων meet with one's deserts, A.Pr.70. Adv. ἐπαξίως S.OT133, Iamb.Myst.3.20.
3 worth mentioning, notable, Hdt.2.79,7.96 (sed v. ἀπαξοί); worth while to do a thing, Hp.Art.72.
German (Pape)
[Seite 903] α, ον, würdig, wert, πάντων Pind. I. 5, 62; N. 7, 89; δόσιν τῶν κακῶν ἐπαξίαν Aesch. Ch. 93; τῆς δίκης ἐπάξια Eum. 262; γάμος, angemessen, Soph. El. 977; θαυμάτων ἐπάξια Eur. Bacch. 716; ἐπάξιοι ἡγεμόνες Her. 7, 96; οὔτε καλὴν οὔτε ἐπαξίαν ἐπωνυμίαν Plat. Phaed. 238 a; αὐτὸν κρίναντα ἐπάξιον εἶναι εἰς τοὺς ἄλλους εἰσφέρειν Legg. XII, 961 b; Folgde. – Adv., Soph. O. R. 133.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. digne de, gén. ; particul. digne d'être mentionné;
II. 1 dont on est digne : γάμος ἐπάξιος SOPH union dont on est digne;
2 juste : ἄλγος ἐπάξιον ESCHL juste douleur ; κυρεῖν τῶν ἐπαξίων ESCHL recevoir le traitement qu'on mérite.
Étymologie: ἐπί, ἄξιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάξιος: и 3
1 достойный, заслуживающий, стоящий (τῆς δίκης Aesch.; θαυμάτων Eur.; σπουδῆς οὐ πολλῆς τινος ἐ. Plat.): ἐ. κατοικτίσαι Soph. достойный сожаления;
2 подобающий, приличествующий (γάμοι Soph.);
3 заслуживающий упоминания (νόμιμα Her.). οὐκ ἐπάξια Plut. пустяки;
4 доставшийся по заслугам, заслуженный (στέφανος Pind.; ἄλγος Aesch.): κυρεῖν τῶν ἐπαξίων Aesch. получить по заслугам.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάξιος: -α, -ον, ἄξιος, ἀντάξιος, τινος Πινδ. Ν. 7. 137· τῆς δίκης ἐπάξια Αἰσχύλ. Εὐμ. 272, πρβλ. Χο. 95· θαυμάτων ἐπάξια Εὐρ. Βάκχ. 716· σπουδῆς οὐ... πολλῆς τινος ἐπ. Πλάτ. Σοφ. 218Ε· ― μετ’ ἀπαρεμφ., ἐπ. εἶ κατοικτίσαι Σοφ. Ο. Κ. 461, πρβλ. Πλάτ. ἐν Νόμ. 961Β. 2) ἀπολ., ὃν ἐπαξίως τις λαμβάνει, στέφανος Πινδ. Ι. 4. 76 (3. 62)· ἁρμόζων, ἄλγος Αἰσχύλ. Θήβ. 865· γάμος Σοφ. Ἠλ. 971, κτλ.· κυρεῖν τῶν ἐπαξίων Αἰσχύλ. Πρ. 70· οὕτως -ίως, Σοφ. Ο. Τ. 133. 3) ἄξιος μνείας, Ἡρόδ. 2. 79., 7. 96· ἄξιος τοῦ κόπου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834.
English (Slater)
ἐπάξιος worthy κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) c. gen. φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.89)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπάξιος, -ία, -ον)
1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῖ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.)
3. επίρρ. επαξίως και επάξια
με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα», Ηρόδ.)
2. αυτός που αξίζει τον κόπο.
Greek Monotonic
ἐπάξιος: -α, -ον,
I. άξιος, αντάξιος, τινος, σε Αισχύλ., Ευρ.· με απαρ., σε Σοφ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, άξια, αρμόζοντα, πρέποντα, ταιριαστά, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κυρεῖν τῶν ἐπαξίων, σε Αισχύλ.· ομοίως και επίρρ. -ίως, σε Σοφ.
2. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί, να αναφερθεί, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐπ-άξιος, η, ον
I. worthy, deserving of, τινος Aesch., Eur.:—c. inf., Soph.
II. of things, deserved, meet, Aesch., Soph., etc.; κυρεῖν τῶν ἐπαξίων to meet with one's deserts, Aesch.:—so, adv. -ίως, Soph.
2. worth mentioning, Hdt.