ἀπερυγγάνω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπερυγγάνω]] (Α) [[ερυγγάνω]]<br /><b>1.</b> [[ξερνώ]], [[βγάζω]]<br /><b>2.</b> [[ρεύομαι]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]]. | |mltxt=[[ἀπερυγγάνω]] (Α) [[ερυγγάνω]]<br /><b>1.</b> [[ξερνώ]], [[βγάζω]]<br /><b>2.</b> [[ρεύομαι]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπερυγγάνω:''' (aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. ἀπήρῠγον,
A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639. II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.
German (Pape)
[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.
Spanish (DGE)
1 vomitar, devolver τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.Th.253.
2 eructar Hp.Morb.2.69, Arist.Pr.962a8.
3 fig. desahogar, volcar τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.
Greek Monolingual
ἀπερυγγάνω (Α) ερυγγάνω
1. ξερνώ, βγάζω
2. ρεύομαι
3. (για ποταμό) εκβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερυγγάνω: (aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog. L.