λιτρώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιτρώδης]], -ῶδες (Α)<br />(αρχ. τ.) [[νιτρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίτρον]] «[[νίτρον]]»]. | |mltxt=[[λιτρώδης]], -ῶδες (Α)<br />(αρχ. τ.) [[νιτρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίτρον]] «[[νίτρον]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιτρώδης:''' Plat. = [[νιτρώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A = νιτρώδης, Pl.Ti.65e, Thphr.Fr.159, Gal.6.559: Comp. -εστέρα Ath.2.43b.
Greek (Liddell-Scott)
λιτρώδης: -ες, (εἶδος) ἀρχαιότερος τύπος ἀντὶ νιτρώδης, Πλάτ. Τίμ. 65Ε.
Greek Monolingual
λιτρώδης, -ῶδες (Α)
(αρχ. τ.) νιτρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον»].
Russian (Dvoretsky)
λιτρώδης: Plat. = νιτρώδης.