μειζότερος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(24)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειζότερος]], -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μείζων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[μείζων]]].
|mltxt=[[μειζότερος]], -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μείζων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[μείζων]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειζότερος:''' NT compar. к [[μέγας]].
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

English (Strong)

continued comparative of μείζων; still larger (figuratively): greater.

English (Thayer)

μειζοτερα, μειζοτερον, see μέγας, at the beginning

Greek Monolingual

μειζότερος, -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)
βλ. μείζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων].

Russian (Dvoretsky)

μειζότερος: NT compar. к μέγας.