μεγαλόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλόστομος:''' большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with large mouth, Arist.PA662a25.
German (Pape)
[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόστομος: большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).