μετασυγκριτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(25)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μετασυγκριτικός
|Medium diacritics=μετασυγκριτικός
|Low diacritics=μετασυγκριτικός
|Capitals=ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=metasynkritikós
|Transliteration B=metasynkritikos
|Transliteration C=metasynkritikos
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Definition=v. [[μετασυγκρίνω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Revision as of 10:46, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκριτικός Medium diacritics: μετασυγκριτικός Low diacritics: μετασυγκριτικός Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metasynkritikós Transliteration B: metasynkritikos Transliteration C: metasynkritikos Beta Code: metasugkritiko/s

English (LSJ)

v. μετασυγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.