μοιμυώ: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μοιμυῶ, -άω (Α)<br />[[συμπιέζω]] τα χείλη σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυῶ</i> «[[συμπιέζω]] τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[μοιμύλλω]])].
|mltxt=μοιμυῶ, -άω (Α)<br />[[συμπιέζω]] τα χείλη σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυῶ</i> «[[συμπιέζω]] τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[μοιμύλλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

μοιμυῶ, -άω (Α)
συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].