ἀκολάστημα: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκολάστημα]], το (Α) [[ἀκολασταίνω]]<br />[[πράξη]] ακολασίας.
|mltxt=[[ἀκολάστημα]], το (Α) [[ἀκολασταίνω]]<br />[[πράξη]] ακολασίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκολάστημα:''' -ατος, τό, η [[πράξη]] της <i>ἀκολασίας</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολᾰστημα Medium diacritics: ἀκολάστημα Low diacritics: ακολάστημα Capitals: ΑΚΟΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: akolástēma Transliteration B: akolastēma Transliteration C: akolastima Beta Code: a)kola/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of ἀκολασία, Plu.Crass.32, M.Ant. 11.20, Muson.Fr.4p.14H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολάστημα: -ατος, τό, πρᾶξις ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action licencieuse.
Étymologie: ἀκολασταίνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 intemperancia, plu. excesos Ar.Lys.398, M.Ant.11.20, Anaxandr.75, Cat.Ps.118 Pal.31a.12.
2 concr. obscenidad Μιλησιακῶν ἀκολαστημάτων πήρα un zurrón lleno de obscenidades milesias de las Novelas Milesias, Plu.Crass.32.

Greek Monolingual

ἀκολάστημα, το (Α) ἀκολασταίνω
πράξη ακολασίας.

Greek Monotonic

ἀκολάστημα: -ατος, τό, η πράξη της ἀκολασίας, σε Πλούτ.