ἀκολάκευτος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκολάκευτος]], -ον) [[κολακεύω]]<br />[[εκείνος]] που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκολάκευτος:''' (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολάκευτος Medium diacritics: ἀκολάκευτος Low diacritics: ακολάκευτος Capitals: ΑΚΟΛΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akolákeutos Transliteration B: akolakeutos Transliteration C: akolakeftos Beta Code: a)kola/keutos

English (LSJ)

ον,

   A not liable to flattery, οὐσία, τροφή, Pl.Lg.729a, Them.Or.6.97b; not pampered, σώματα Max.Tyr.23.1.    II Act., not flattering, λόγοι Id.31.6; θεραπεία Jul.Or.2.86b; ψῆφος Them.Or.2.27b. Adv. -τως Cic.Att.13.51.1, Ph.1.449.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολάκευτος: -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. οὕτως ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non flatté de, insensible à la flatterie.
Étymologie: ἀ, κολακεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no adulado, no mimado σώματα Max.Tyr.17.1.
2 que no atrae aduladores οὐσία Pl.Lg.729a, τροφή Them.Or.6.81b.
3 que no se deja adular ἀνήρ M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.
4 que no adula λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.Or.3.86b, ψῆφος Them.Or.2.27b.
II adv. -ως sin adulación προσελθεῖν Ph.1.449, scripsi Cic.Att.349.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκολάκευτος, -ον) κολακεύω
εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει
αρχ.
όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.

Russian (Dvoretsky)

ἀκολάκευτος: (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut.