ακουσίθεος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].