αλαβαστοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλαβαστοθήκη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] για τη [[φύλαξη]] αλαβάστρινων κοσμημάτων<br /><b>2.</b> μικρό [[κουτί]], [[κουτάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ([[ἀλάβαστος]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
|mltxt=[[ἀλαβαστοθήκη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] για τη [[φύλαξη]] αλαβάστρινων κοσμημάτων<br /><b>2.</b> μικρό [[κουτί]], [[κουτάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ([[ἀλάβαστος]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ἀλάβαστος + θήκη.