αμαύρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀμαύρωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηλίδωση]], [[σπίλωση]] της φήμης, του ονόματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον ήλιο) [[επισκότιση]], [[σκοτείνιασμα]], [[θόλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἀμαύρωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηλίδωση]], [[σπίλωση]] της φήμης, του ονόματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον ήλιο) [[επισκότιση]], [[σκοτείνιασμα]], [[θόλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαυρῶ</i><br /><b>βλ.</b> <i>ἀμαυρώνω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].