Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
η, Ν σπιλώνω1. κηλίδωση, προσβολή της τιμής2. ιατρ. σπίλος του δέρματος.