Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
η (Μ κηλίδωσις) κηλιδώ
λέρωμα, ρύπανση
νεοελλ.
μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση της υπόληψής του»).