ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
η (Μ κηλίδωσις) κηλιδώλέρωμα, ρύπανσηνεοελλ.μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση της υπόληψής του»).