κηλίδωση
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
η (Μ κηλίδωσις) κηλιδώ
λέρωμα, ρύπανση
νεοελλ.
μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση της υπόληψής του»).