αμμόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο <b>(Βιολ.)</b><br />αυτός που ζεί [[κατά]] [[προτίμηση]] στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ammophilous</i>].
|mltxt=-η, -ο <b>(Βιολ.)</b><br />αυτός που ζεί [[κατά]] [[προτίμηση]] στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]], πρβλ. αγγλ. <i>ammophilous</i>].
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (Βιολ.)
αυτός που ζεί κατά προτίμηση στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμμος + φίλος, πρβλ. αγγλ. ammophilous].