αμμόφιλος

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Βιολ.)
αυτός που ζεί κατά προτίμηση στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμμος + φίλος, πρβλ. αγγλ. ammophilous].