ἀνάπνευμα: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάπνευμα]] και ποιητικώς [[ἄμπνευμα]], το (Α) [[ἀναπνέω]]<br />[[τόπος]] για [[αναψυχή]], [[αναπαυτήριο]]. | |mltxt=[[ἀνάπνευμα]] και ποιητικώς [[ἄμπνευμα]], το (Α) [[ἀναπνέω]]<br />[[τόπος]] για [[αναψυχή]], [[αναπαυτήριο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάπνευμα:''' ποιητ. ἄμπν-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπνέω]]), [[τόπος]] ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. ἄμπν-, ατος, τό,
A resting-place, Pi.N.1.1.
German (Pape)
[Seite 203] p. ἄμπνευμα (-πνέω), τό, Erholung, Ruheplatz, Pind. N. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, ατος, τό, τόπος πρὸς ἀνάπαυσιν, ἀναπαυτήριον, Πινδ. Ν. 1. 1.
Spanish (DGE)
v. ἄμπνευμα.
Greek Monolingual
ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) ἀναπνέω
τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο.
Greek Monotonic
ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, -ατος, τό (ἀναπνέω), τόπος ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.