ἀνάρροια: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνάρροια]]) [[αναρρέω]]<br />[[κίνηση]] υγρού [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άμπωτη<br /><b>2.</b> [[ανάκλαση]] του φωτός.
|mltxt=η (Α [[ἀνάρροια]]) [[αναρρέω]]<br />[[κίνηση]] υγρού [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άμπωτη<br /><b>2.</b> [[ανάκλαση]] του φωτός.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάρροια:''' ἡ отлив Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρροια Medium diacritics: ἀνάρροια Low diacritics: ανάρροια Capitals: ΑΝΑΡΡΟΙΑ
Transliteration A: anárroia Transliteration B: anarroia Transliteration C: anarroia Beta Code: a)na/rroia

English (LSJ)

ἡ,

   A back flow, reflux, Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e (of the moon's reflected light); θαλάσσης Thphr.Metaph.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρροια: ἡ, ἡ ἄμπωτις, Ἀριστ. Π. Θαυμ. 130. 4, Πλούτ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
reflujo θαλάττης Thphr.Metaph.29, τοῦ ὠκεανοῦ D.C.68.28.4, cf. Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e.

Greek Monolingual

η (Α ἀνάρροια) αναρρέω
κίνηση υγρού προς τα πίσω
αρχ.
1. άμπωτη
2. ανάκλαση του φωτός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρροια: ἡ отлив Arst., Plut.