ἀνδρεράστρια: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδρεράστρια]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που αγαπάει πολλούς άνδρες.
|mltxt=[[ἀνδρεράστρια]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που αγαπάει πολλούς άνδρες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρεράστρια:''' ἡ мужелюбивая женщина Arph.
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρεράστρια Medium diacritics: ἀνδρεράστρια Low diacritics: ανδρεράστρια Capitals: ΑΝΔΡΕΡΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: andrerástria Transliteration B: andrerastria Transliteration C: andrerastria Beta Code: a)ndrera/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A woman that is fond of men, Ar.Th.392 (ἀνδρεάστρια cod. R).

German (Pape)

[Seite 217] ἡ, Männerliebhaberin, Ar. Th. 392.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρεράστρια: ἡ, ἡ ἐμμανῶς ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας, τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστρίας καλῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. - «ἀνδρεράστρια γυνή, ἡ ἐπιμαινομένη ἀνδράσιν ἢ ἐρῶσα ἄλλου καὶ ἄλλου» Α. Β. 21, 12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mujer aficionada a los hombres Ar.Th.392, cf. Phryn.PS p.34B.

Greek Monolingual

ἀνδρεράστρια, ἡ (Α)
γυναίκα που αγαπάει πολλούς άνδρες.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρεράστρια: ἡ мужелюбивая женщина Arph.