ανεμοσούρι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(4)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (κ. ἀνεμοσούρισμα) [[[ανεμοσουρίζω]]]<br />[[άνεμος]] [[δυνατός]] και [[βουερός]].
|mltxt=το (κ. ἀνεμοσούρισμα) ([[ανεμοσουρίζω]])<br />[[άνεμος]] [[δυνατός]] και [[βουερός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:19, 12 January 2021

Greek Monolingual

το (κ. ἀνεμοσούρισμα) (ανεμοσουρίζω)
άνεμος δυνατός και βουερός.