ανεμοσούρι

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

το (κ. ἀνεμοσούρισμα) (ανεμοσουρίζω)
άνεμος δυνατός και βουερός.