αντωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀντωνυμία]])<br />κλιτό [[μέρος]] του λόγου, κλιτή [[λέξη]] χρησιμοποιούμενη [[αντί]] ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επωνυμία]] [[μετωνυμία]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=η (AM [[ἀντωνυμία]])<br />κλιτό [[μέρος]] του λόγου, κλιτή [[λέξη]] χρησιμοποιούμενη [[αντί]] ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> (πρβλ. [[επωνυμία]] [[μετωνυμία]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 23 December 2018

Greek Monolingual

η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].