ἀπαράμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(5)
m (pape replacement)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαράμιλλος]], -η) [[παράμιλλος]]<br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να συγκριθεί, [[ασύγκριτος]], [[ανυπέρβλητος]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαράμιλλος]], -η) [[παράμιλλος]]<br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να συγκριθεί, [[ασύγκριτος]], [[ανυπέρβλητος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unübertrefflich]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμιλλος: -ον, (ἅμιλλα) = τῷ προηγ., Εὐστ. Πονημάτια 208. 33. κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
sin rival στρατιώτης Tz.Comm.Ar.3.1121.4, cf. Tz.Alleg.Il.41, σύνεσις An.Boiss.1.274.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαράμιλλος, -η) παράμιλλος
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος.

German (Pape)

unübertrefflich, Sp.