ἀποδημητής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποδημητής]], ο (Α)<br />αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
|mltxt=[[ἀποδημητής]], ο (Α)<br />αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδημητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητής Medium diacritics: ἀποδημητής Low diacritics: αποδημητής Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΗΣ
Transliteration A: apodēmētḗs Transliteration B: apodēmētēs Transliteration C: apodimitis Beta Code: a)podhmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who goes abroad, is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui voyage à l’étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjeroop. ἐνδημότατος Th.1.70.

Greek Monolingual

ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.

Greek Monotonic

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.