ἀρηϊκτάμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρηϊκτάμενος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρήϊος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτείνω]].
|mltxt=[[ἀρηϊκτάμενος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρήϊος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρηϊκτάμενος:''' (ᾱρ) павший в бою Hom.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 349] vom Ares getödtet, Il. 22, 72, wo die erste Sylbe lang ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué par Arès.
Étymologie: Ἄρης, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
muerto en el combate, Il.22.72.

Greek Monolingual

ἀρηϊκτάμενος, -η, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρηϊκτάμενος: (ᾱρ) павший в бою Hom.