αρτιγέννητος: Difference between revisions
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀρτιγέννητος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]] ( | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀρτιγέννητος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]] (πρβλ. [[αγέννητος]], [[νεογέννητος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 23 December 2018
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀρτιγέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)].