ἄφερτος: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄφερτος]], -ον)<br />[[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν έχουν φέρει [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει έλθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φερτός]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄφερτος]], -ον)<br />[[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν έχουν φέρει [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει έλθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φερτός]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφερτος:''' -ον ([[φέρω]]), [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφερτος Medium diacritics: ἄφερτος Low diacritics: άφερτος Capitals: ΑΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: áphertos Transliteration B: aphertos Transliteration C: afertos Beta Code: a)/fertos

English (LSJ)

ον,

   A insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.

Greek Monotonic

ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.