ἀφοριστικός: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(7) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aforistikos | |Transliteration C=aforistikos | ||
|Beta Code=a)foristiko/s | |Beta Code=a)foristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[delimiting]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>541.4</span>, al.; [[separative]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>1</span>; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid.; <b class="b2">pithily, sententiously</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:10, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. -κῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.
German (Pape)
[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
•del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
•gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀφοριστικός, -όν) αφορίζω
1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός
2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
μσν.
ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.