ἄψητος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apsitos
|Transliteration C=apsitos
|Beta Code=a)/yhtos
|Beta Code=a)/yhtos
|Definition=<b class="b3">ἀνυπότακτος</b>, Hsch.
|Definition=[[ἀνυπότακτος]], Hsch.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 15:34, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψητος Medium diacritics: ἄψητος Low diacritics: άψητος Capitals: ΑΨΗΤΟΣ
Transliteration A: ápsētos Transliteration B: apsētos Transliteration C: apsitos Beta Code: a)/yhtos

English (LSJ)

ἀνυπότακτος, Hsch.

Spanish (DGE)

ἀνυπότακτος Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄψητος, -ον)
1. αδάμαστος, ανυπότακτος
2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά
2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα
3. ο ωμός
4. ο ανώριμος
5. (για ανθρώπους) α) αγύμναστος, άπειρος
β) νωθρός
γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.