βαρύφωνος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύφωνος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει σκληρή, βραχνή [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] έχει [[βαριά]], [[βαθιά]] [[φωνή]]. | |mltxt=[[βαρύφωνος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει σκληρή, βραχνή [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] έχει [[βαριά]], [[βαθιά]] [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύφωνος:''' обладающий низким тембром Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with a deep, bass voice, opp. ὀξύφωνος, Hp.Aër. 6, Arist.GA786b7, etc.
German (Pape)
[Seite 435] von tiefer Stimme, γέρων Menand. bei Ath. II, 71 c; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφωνος: ον,ὁ ἔχων βαρεῖαν φωνήν,ἀντίθ. τῷ ὀξύφωνος, Ἱππ.π. Λέρ. 283, Ἀριστ.π.Ζ. Γ. 5.7,9, κτλ.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφωνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de voz grave Hp.Aër.6, Arist.GA 786b7, Men.Fr.208.7, Gal.17(2).212.
Greek Monolingual
βαρύφωνος, -ον (AM)
αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή
αρχ.
εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή.
Russian (Dvoretsky)
βαρύφωνος: обладающий низким тембром Arst.