βατίς: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βατίς]] (-[[ίδος]]), η (Α) [[βάτος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, [[βατί]], [[ράγια]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού που συχνάζει σε θάμνους<br /><b>3.</b> το δικότυλο [[φυτό]] [[βατίς]] ή [[θαλασσία]].
|mltxt=[[βατίς]] (-[[ίδος]]), η (Α) [[βάτος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, [[βατί]], [[ράγια]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού που συχνάζει σε θάμνους<br /><b>3.</b> το δικότυλο [[φυτό]] [[βατίς]] ή [[θαλασσία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτίς Medium diacritics: βατίς Low diacritics: βατίς Capitals: ΒΑΤΙΣ
Transliteration A: batís Transliteration B: batis Transliteration C: vatis Beta Code: bati/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a flat fish, perh.

   A skate or ray, Epich.59.1, 90.1, Ar. V.510, Hermipp.45.2, Arist.HA565a22, al.    II bird that frequents bushes, possibly stone-chat, ib.592b17.    III samphire, Crithmum maritimum, Plin.21.86, 174, Colum.12.7.

German (Pape)

[Seite 439] ίδος, ἡ, 1) eine stachliche Rochenart, Ar. Vesp. 510; Ath. VI, 228 f; vgl. βάτος. – 2) ein Strauch, Plin. 25, 15. – 3) ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πλατέος ἰχθύος, Ἐπιχ. 68 Ahr., Ἀριστοφ. Σφηκ. 510, καὶ συχν. ἐν τῇ κωμῳδ., πρβλ. Ἀριστ. Ἱ.Ζ.6.10,9, 6.12.10· ἴδε βάτος. ΙΙ. πτηνὸν συχνάζον εἰς θάμνους, rubicola, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.3,4. ΙΙΙ. φυτὸν συγγενὲς τῇ βάτῳ, Πλίν. 21.50 καὶ 101.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
propr. de buisson;
1 oiseau qui se tient sur les buissons (chardonneret ?);
2 sorte de raie à tubercules épineux, poisson;
3 sorte de plante épineuse.
Étymologie: βάτος¹.

Spanish (DGE)

(βᾰτίς) -ίδος, ἡ
I zool.
1 ict. raya o lija, Raia batis L., Epich.23, Ar.V.510, Fr.333.4, Philox.Leuc.(b) 10, Archestr.SHell.180, Mnesith.Ath.38.13, Diph.Siph. en Ath.356c, Arist.HA 565a22, Fr.280
pez gigante en la India equiv. al ξανθός q.u., Ael.NA 16.13.
2 orn. cierta ave prob. tarabilla norteña, Saxicola rubetra L., Arist.HA 592b17.
3 cierta serpiente, Gloss.4.210.
II bot. hinojo marino, Crithmum maritimum Plin.HN 21.86, 174, Colum.12.7.1, 13.2.

Greek Monolingual

βατίς (-ίδος), η (Α) βάτος (Ι)]
1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια
2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους
3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία.

Greek Monotonic

βᾰτίς: -ίδος, ἡ, είδος πλατιού ψαριού, σε Αριστοφ.