βομβύκιον: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(7) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βομβύκιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[μελισσών]] που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό<br /><b>2.</b> το [[κουκούλι]], το [[περίβλημα]] της προνύμφης διαφόρων εντόμων και [[κυρίως]] του μεταξοσκώληκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βομβύκιον]] με τη σημ. 1 <span style="color: red;"><</span> [[βόμβυξ]] (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 <span style="color: red;"><</span> [[βόμβυξ]] (Ι)]. | |mltxt=[[βομβύκιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[μελισσών]] που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό<br /><b>2.</b> το [[κουκούλι]], το [[περίβλημα]] της προνύμφης διαφόρων εντόμων και [[κυρίως]] του μεταξοσκώληκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βομβύκιον]] με τη σημ. 1 <span style="color: red;"><</span> [[βόμβυξ]] (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 <span style="color: red;"><</span> [[βόμβυξ]] (Ι)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βομβύκιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> кокон шелкопряда Arst.;<br /><b class="num">2)</b> предполож. пчела-каменщица (Chalicodoma muraria) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], τό, species of
A mason-bee, Chalicodoma muraria, Arist.HA 555a13 (v.l. βομβυκοειδῶν). 2 small buzzing insect, Sch. Ar.Nu.158. II cocoon of silk-worm, Arist.HA551b14.
German (Pape)
[Seite 453] τό, Puppe, Kokon des Seidenwurms, Arist. H. A. 5, 19.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 capullo del gusano de seda τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινὲς ἀναπηνιζόμεναι, κἄπειτα ὑφαίνουσιν Arist.HA 551b14.
2 insecto que zumba, quizá abejorro o moscardón Sch.Ar.Nu.158.
3 fig. zumbido de los señuelos del diablo charlatanería τοιαῦτά τινα κινεῖ (ὁ διάβολος) βομβύκια Ath.Al.Ep.Fonti p.64.
Greek Monolingual
βομβύκιον, το (Α)
1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό
2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].
Russian (Dvoretsky)
βομβύκιον: (ῡ) τό
1) кокон шелкопряда Arst.;
2) предполож. пчела-каменщица (Chalicodoma muraria) Arst.