βιβλιόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[εκείνος]] που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλίο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φίλος]] <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>bibliophile</i>). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].
|mltxt=ο<br />[[εκείνος]] που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλίο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φίλος]] <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>bibliophile</i>). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
εκείνος που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φίλος < φίλος (πρβλ. γαλλ. bibliophile). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].